- λαγέτας
- λᾱγέτας1 leader of the people
ἔτεκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς O. 1.89
λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85
“λαγέτᾳ Αἰόλῳ” P. 4.107Περσεὺς λαγέτας P. 10.31
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἔτεκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς O. 1.89
λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85
“λαγέτᾳ Αἰόλῳ” P. 4.107Περσεὺς λαγέτας P. 10.31
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λαγέτας — λᾱγέτᾱς , λαγέτης masc acc pl (doric) λᾱγέτᾱς , λαγέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγέτης — λαγέτης, δωρ. τ. λαγέτας «ὁ (Α) ηγεμόνας, αρχηγός τού λαού («τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFᾱγέτᾱς, τ. που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή rawaketa. Ο τ. λαFαγέτης < λατός + αγέτης (< ἡγοῡμαι ή από ἄγω)… … Dictionary of Greek